Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Καπιταλισμός : ένα συγκρουσιακό κατάλοιπο

Τελευταία ενημέρωση : 22/11/2011
Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρωτογενές προϊόν κάποιας φυσικής εξελικτικής διαδικασίας γιατί αντιβαίνει σε βασικά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου είδους όπως η λογική και η συλλογική δράση, ενώ αγνοεί συστηματικά την αναγκαιότητα αρμονικής συνύπαρξης του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον που τον φιλοξενεί.
Το ότι ο καπιταλισμός, στην μορφή που έχει πάρει σήμερα, είναι ένα συγκρουσιακό κατάλοιπο αποτελεί όντως μια πρωτότυπη διαπίστωση. Αλλά ισχύει πραγματικά κάτι τέτοιο; Και γιατί η σημερινή έκφανσή του μπορεί να θεωρηθεί ως η μητέρα όλων των δεινών της ανθρωπότητας;
Ας πάρουμε τα πράγματα από τη αρχή …
Όλα ξεκίνησαν στην αυγή της βιομηχανικής επανάστασης, σχεδόν παράλληλα με την πληθυσμιακή έκρηξη του ανθρώπινου είδους, όταν δύο φιλόσοφοι, ο Adam Smith και ο Karl Marx προσδιόρισαν με το έργο τους τις δύο βασικές πολιτικές και οικονομικές θεωρίες που καθόρισαν το πλαίσιο των κοινωνικών εξελίξεων των τελευταίων εκατόν πενήντα χρόνων, τον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό.
Το έργο των Adam Smith και Karl Marx αποτελεί ακόμη και σήμερα το θεμέλιο του παγκόσμιου πολιτικού και οικονομικού συστήματος γιατί αναγνώρισε, οριοθέτησε και διαμόρφωσε τα πλαίσια που χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα για να διαχειριστεί ένα από τα κύρια παράγωγα της δράσης της, τον πλούτο.
Το έργο των δύο αυτών διανοητών έδωσε στην ανθρωπότητα την δυνατότητα να αναλύσει τις αιτίες των οικονομικής φύσης κοινωνικών συγκρούσεων και κατά συνέπεια να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να τις «θεραπεύσει» ή να τις εξομαλύνει.
Μια «απλοϊκή» προσέγγιση …
Ο Adam Smith κατανόησε την δύναμη των διαδικασιών μαζικής παραγωγής, και του πλούτου που θα προέκυπτε από την εφαρμογή τους. Θεώρησε αυτονόητο ότι ο πλούτος αυτός θα έπρεπε να παράγεται προς όφελος εκείνων που θα εφάρμοζαν αυτές τις διαδικασίες δηλαδή εκείνων που θα διέθεταν τους αναγκαίους πόρους για την υλοποίηση τους.
Η θεώρηση αυτή συμβάδιζε άλλωστε απόλυτα με την τότε κρατούσα άποψη περί οργάνωσης των κοινωνιών όπως αυτή σηματοδοτείται από το δίπτυχο του κράτους – φέουδου και του κυβερνήτη - φεουδάρχη.
Ωστόσο δεν παρέλειψε να περιλάβει στο έργο του την αναγκαιότητα μιας «ηθικής» δομής μιας τέτοιας κοινωνίας, αναγκαιότητα η οποία βέβαια συγκρούεται με τις απόψεις του για την συμμετοχή των μελών των κοινωνιών στην διαχείριση των διαδικασιών μαζικής παραγωγής.
Ο Karl Marx διέκρινε την κοινωνική ανισορροπία που προέκυπτε από την συμμετοχή των μελών των κοινωνιών, δηλαδή αυτό που σήμερα προσδιορίζεται ως στελεχικό και εργατικό δυναμικό, στην υλοποίηση αυτών των διαδικασιών χωρίς την παράλληλη συμμετοχή τους στην νομή έστω και ενός τμήματος του παραγόμενου πλούτου.
Ουσιαστικά εξήγησε τις αιτίες των συγκρούσεων που προέκυπταν από την εφαρμογή του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης των κοινωνιών, αντιπροτείνοντας την συλλογική κατοχή των μέσων παραγωγής από αυτούς που παράγουν και αναλώνουν τα προϊόντα τους.
Προέτρεψε μάλιστα τις κοινωνίες να επιδιώξουν μια συλλογική - κοινωνική μορφή εξουσίας και να την επιβάλουν ακόμη και με βίαιο τρόπο, προτείνοντας την ανοικτή σύγκρουση με τους κατόχους του πλούτου και τον κύριο εκφραστή τους, που εκείνη την εποχή ήταν το κράτος.
Ο ρόλος του κράτους
Οι διάδοχοι των δύο αυτών πατριαρχών της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας διείδαν την σημασία του ελέγχου των μηχανισμών του νεογέννητου τότε κράτους στην κοινωνική επικυριαρχία και καθόρισαν τον ρόλο του σύμφωνα με τις ανάγκες των πολιτικοοικονομικών συστημάτων που υποστήριζαν.
Στο καπιταλιστικό σύστημα ο ρόλος του κράτους είναι η έναντι αποζημίωσης - «φόρου» εκχώρηση στους κατέχοντες τον πλούτο και τα μέσα παραγωγής των αναγκαίων για την λειτουργία τους «κοινωνικών αγαθών» δηλαδή :
Των απαραίτητων υποδομών για την εγκατάσταση και λειτουργία των «καπιταλιστικών» διαδικασιών παραγωγής πλούτου (γη - μεταφορές – ενέργεια - επικοινωνίες).
Των απαραίτητων «πόρων», δηλαδή των πρώτων υλών και του στελεχικού δυναμικού, για την υλοποίηση των διαδικασιών αυτών (Η άποψη ότι η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ιδιοκτησία του ηγεμόνα είναι ευρέως διαδεδομένη στα πρώτα «καπιταλιστικά» κείμενα, εμπνεόμενη από τα δίπτυχα κράτος-φέουδο και ηγέτης-φεουδάρχης).
Των απαραίτητων μέσων και υπηρεσιών για τον έλεγχο, την αναπαραγωγή, διαφύλαξη και συντήρηση του στελεχικού και ταυτόχρονα καταναλωτικού δυναμικού (υπηρεσίες τάξης - υγεία - εκπαίδευση).
Παράλληλα στο καπιταλιστικό σύστημα οι κατέχοντες τον πλούτο διατηρούν υπό τον έλεγχό τους την διαδικασία διανομής των παραγόμενων προϊόντων μέσω των «αγορών», ανακτώντας έτσι, μέσω του «εμπορικού κέρδους», ένα σημαντικό τμήμα των λειτουργικών δαπανών των παραγωγικών διαδικασιών, πέραν αυτού καθ’ εαυτού του πρωτογενώς παραγόμενου πλούτου.
Επιπλέον το καπιταλιστικό σύστημα προτρέπει το κράτος να επιβάλει μια σειρά έμμεσων φόρων ώστε να απαλλαχθούν οι κατέχοντες τον πλούτο, από ένα τμήμα του διαρκώς αυξανόμενου κόστους συντήρησης και ανάπτυξης του παραγωγικού και καταναλωτικού δυναμικού, μέσω της φορολογικής ελάφρυνσης.
Στο σοσιαλιστικό σύστημα το κράτος αναλαμβάνει τόσο την διαχείριση των παραγωγικών διαδικασιών και των απαιτούμενων πόρων όσο και την διανομή των παραγόμενων προϊόντων στην κοινωνία παρακάμπτοντας ουσιαστικά την διαδικασία των ελεύθερα διαμορφωνόμενων αγορών, ενώ παράλληλα διατηρεί τον ρόλο του εκκολαπτηρίου του αναγκαίου στελεχικού και καταναλωτικού δυναμικού.
Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η τοποθέτηση του δυναμικού αυτού στην ηγεσία των διαμορφωνόμενων κατά το σοσιαλιστικό σύστημα κρατικών οντοτήτων οδήγησε στην δημιουργία μιας νέας άρχουσας τάξης της «σοσιαλιστικής γραφειοκρατίας», διαπίστωση που θα μας χρειαστεί στην συνέχεια για να εξηγήσουμε τους λόγους της αποτυχίας του.
Κοινωνικό κίνητρο : το αίτιο μιας εκ των προτέρων χαμένης μάχης

Η αχίλλειος πτέρνα και των δύο πολιτικοοικονομικών συστημάτων εντοπίζεται στα κίνητρα που προτείνουν στις κοινωνίες ως αντάλλαγμα για να αποδεχτούν την εφαρμογή τους.
Στο καπιταλιστικό μοντέλο τα κίνητρα αυτά στοχεύουν τα βασικά (ζωώδη) χαρακτηριστικά του ανθρώπινου είδους, την απληστία, την ατομικότητα, την ανάδειξη του εγώ και οδηγούν στην απόρριψη κάθε έννοιας κοινωνικής συνοχής καθιερώνοντας το προσωπικό όφελος ως τον κυρίαρχο παράγοντα στις σχέσεις μεταξύ των μελών μιας απόλυτα ανταγωνιστικής κοινωνίας.
Ουσιαστικά ο καπιταλισμός υιοθετεί τον νόμο της επικράτησης του ισχυρότερου (θεωρία του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών) ως την βασική αρχή για την λειτουργία της ανθρώπινης κοινωνίας. Επιπλέον ενσωματώνει στο εφαρμοζόμενο εκπαιδευτικό σύστημα την αποδιδόμενη από τον νόμο αυτό ερμηνεία με τέτοιο τρόπο ώστε να μετασχηματίζει ουσιαστικά το κοινωνικό κίνητρο σε αυτοσκοπό.
Η πρόταξη της ατομικής ανέλιξης και ευμάρειας ως του πρωταρχικού κινήτρου επιλογής του καπιταλιστικού συστήματος από τις κοινωνίες και οι επακόλουθες ανορθόδοξες οικονομικές πρακτικές, αποτελούν την ουσιαστική αιτία των συστημικών κρίσεων που περιοδικά εμφανίζονται κατά την εφαρμογή του.
Στο σοσιαλιστικό μοντέλο τα προτεινόμενα κίνητρα στοχεύουν σε ευγενέστερα κοινωνικά χαρακτηριστικά, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και λιγότερο διεισδυτικά σε μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας, όπως η κοινωνικότητα, η συλλογικότητα, η κοινωνιολογικά «ενάρετη» διαβίωση, η ισότητα μεταξύ των μελών της κοινωνίας και το δικαίωμα στην αναλογική διανομή του πλούτου, το μόνο ίσως ουσιαστικό αντεπιχείρημα στην αμεσότητα των καπιταλιστικών κινήτρων.
Σε αντίθεση με τον καπιταλισμό ο σοσιαλισμός προτείνει την εφαρμογή των ιδεών του ουμανισμού (το βασικό προϊόν της διανόησης του 19ου αιώνα) στις υπό 'σοσιαλιστική' διακυβέρνηση κοινωνίες. Εφαρμογή που στην πορεία αποδείχθηκε ατελέσφορη για δύο λόγους, γιατί απέτυχε να αποδώσει στις κοινωνίες τον προσδοκώμενο πλούτο και γιατί απέτυχε να ενσωματώσει την παραπάνω πρόταση στο εφαρμοζόμενο παιδαγωγικό πλαίσιο λόγω της τεράστιας αναντιστοιχίας λόγων και πράξεων κατά την υλοποίηση του συστήματος από τις κοινωνίες που το «επέλεξαν».
Το εφαρμοσμένο σοσιαλιστικό σύστημα πολύ σύντομα αποδέχτηκε την απόλυτη ανεπάρκεια των παρεχόμενων κινήτρων, γι’ αυτό και προχώρησε στην παροχή μιας θέσης στην διαχειριστική «γραφειοκρατία», το ισοδύναμο δηλαδή της καπιταλιστικής «μεσαίας τάξης», ως το μόνο ουσιαστικά ανταγωνιστικό κίνητρο για την ύπαρξή του.
Το ουσιαστικό αίτιο της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού ήταν η αδυναμία του να παράξει και να διανήμει τον πλούτο που υποσχέθηκε, λόγω απουσίας ρεαλιστικών κινήτρων ενεργοποίησης των κοινωνιών που τον επέλεξαν.
Ο πυρήνας του προβλήματος
Η επικράτηση του καπιταλιστικού συστήματος οργάνωσης των κοινωνιών μας υποχρεώνει να προχωρήσουμε σε μια αναλυτικότερη προσέγγιση της ταυτότητας του καπιταλισμού, όχι μόνο ως οικονομικού συστήματος αλλά και ως κυρίαρχης «φιλοσοφίας» διαμόρφωσης των κοινωνικών δομών, ξεκινώντας από την παρακάτω διαπίστωση :
Η σημερινή πραγματικότητα βρίσκει την ανθρωπότητα με μια ώριμη αλλά ανεπαρκή οικονομική και διαχειριστική δομή η οποία δεν διαθέτει εγγενείς δυνατότητες διακυβερνητικής, επιστημονικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής ολοκλήρωσης.
Τι σημαίνει αυτό ;
Ουσιαστικά το βασικό μειονέκτημα της σημερινής δομής των κοινωνιών είναι η υιοθέτηση ενός συστήματος διακυβέρνησης το οποίο επικεντρώνεται στην αντιμετώπιση των πάσης φύσεως προβλημάτων με όρους οικονομικού ισοδύναμου, αγνοώντας επιδεικτικά τις όποιες φυσικές, κοινωνιολογικές ή περιβαλλοντικές επιπτώσεις προκύπτουν από τις εφαρμοζόμενες λύσεις, και απορρίπτοντας de facto την συμμετοχή στην λήψη αποφάσεων των αντίστοιχων επιστημονικών συμπερασμάτων που αποδεικνύουν τις επιπτώσεις αυτές.
Η ραγδαία εξάπλωση της «οικονομίστικης» προσέγγισης και οι αναπόφευκτες κοινωνικές συγκρούσεις που προκάλεσε, σε συνδυασμό με την φαινομενική ευμάρεια που κατά καιρούς δημιουργούσε και τα ιδιαίτερα σκληρά «περιοριστικά» μέτρα που εφάρμοσε κατά των κοινωνικών αντιδράσεων, επέφεραν μια ακόμη παράπλευρη απώλεια.
Η επικράτηση του καπιταλιστικού συστήματος διακυβέρνησης οδήγησε την παγκόσμια πολιτική διανόηση σε έναν εκούσιο μαρασμό ο οποίος εντοπίζεται ιδιαίτερα στην αδυναμία διατύπωσης νέων, ή στον μετασχηματισμό και επικαιροποίηση των υφιστάμενων, πολιτικοοικονομικών θεωριών που να έχουν ως αντικείμενο την διαμόρφωση της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους.
Η ουσιαστική αδυναμία του υπάρχοντος συστήματος έγκειται στην απουσία της απαραίτητης επιστημονικής τεκμηρίωσης για την αναγκαιότητα της ύπαρξής του ως «φιλοσοφίας» δόμησης και άσκησης κοινωνικών διεργασιών.
Παρά τις μέχρι σήμερα φιλότιμες προσπάθειες χιλιάδων επιστημόνων που εργάστηκαν και εργάζονται «προάγοντας» την οικονομία και την κυβερνητική, δεν έχει μέχρι σήμερα επιτευχτεί μια «τελεονομική» επιβεβαίωση της ορθότητας, και πολύ περισσότερο, της αναγκαιότητας της προτεινόμενης από το καπιταλιστικό σύστημα διακυβερνητικής μεθοδολογίας και πρακτικής.
Επιπλέον τα μέλη των κοινωνιών συστηματικά παραπλανούνται σχετικά με την ορθότητα του συστήματος από ένα εξαιρετικά εκτεταμένο δίκτυο μηχανισμών ελέγχου της παιδείας και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, δίκτυο που έχει εξελιχθεί σε ένα αναγκαίο μηχανισμό της παγκόσμιας άρχουσας τάξης προάγοντας μια κατ’ επίφαση «δημοκρατική» άσκηση εξουσίας.
Μια επιστημονική ανακολουθία …
Εδώ και αρκετά χρόνια η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα έχει εντάξει μεταξύ των ερευνητικών της προγραμμάτων, μέσω της «Επιστήμης των Συστημάτων», την ολοκλήρωση των επί μέρους γνωστικών πεδίων κάθε επιστήμης σε ένα ενιαίο γνωστικό σύμπαν το οποίο θα καθορίζει τους κανόνες με βάση τους οποίους αυτές αλληλεπιδρούν.
Το μόνο γνωστικό πεδίο στο οποίο δεν έχει υπάρξει ουσιαστική πρόοδος στην κατεύθυνση αυτή είναι εκείνο που αφορά τους νόμους που διέπουν την δομή και την λειτουργία του παγκόσμιου διακυβερνητικού συστήματος και την διατύπωση μιας μεθοδολογίας ενσωμάτωσης αυτών των νόμων και των αντίστοιχα εφαρμοζόμενων πολιτικών στο ενιαίο γνωστικό σύμπαν.
Η αιτία αυτής της αδυναμίας εντοπίζεται στο γεγονός ότι το υπάρχον σύστημα προσδιορίζεται και ταυτοποιείται κατά το δοκούν ανάλογα με τις επιθυμίες της εκάστοτε επικρατούσας ηγετικής ομάδας, η οποία και τελικά εντέλλεται την διατύπωση των αναγκαίων επιστημονικών μεθόδων και διαδικασιών μόνο και μόνο για την πιστοποίηση μιας επιστημονικής επίφασης της αναγκαιότητάς ύπαρξής του. Επιπλέον, οι εκάστοτε ηγετικές ομάδες του καπιταλιστικού συστήματος συστηματικά αγνοούν τις επιστημονικές εργασίες που αποδεικνύουν την διαρκή υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος εκ αιτίας των αλόγιστων επεκτατικών οικονομικών πολιτικών.
Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρωτογενές προϊόν κάποιας φυσικής εξελικτικής διαδικασίας γιατί αντιβαίνει σε βασικά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου είδους όπως η λογική και η συλλογική δράση, ενώ αγνοεί συστηματικά την αναγκαιότητα αρμονικής συνύπαρξης του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον που τον φιλοξενεί.
Το αίτημα
Αποτέλεσμα της αδυναμίας ενσωμάτωσης του παγκόσμιου συστήματος διακυβέρνησης στο ενιαίο γνωστικό σύμπαν είναι η απουσία μιας οικουμενικής πολιτικοοικονομικής θεωρίας η οποία να είναι σε θέση να προσδιορίζει βασικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής εξέλιξης, όπως ο ρυθμός επέκτασης και η βέλτιστη χρήση των διαθέσιμων ενεργειακών (φυσικών και ανθρώπινων) πόρων σε συνάρτηση με την διαχρονική διασφάλιση μιας ισορροπίας (εντροπίας) μεταξύ του δραστηριοτήτων του ανθρώπινου είδους και του φυσικού περιβάλλοντος που το φιλοξενεί. Η διαπίστωση αυτή συνοψίζεται επιγραμματικά στην διατύπωση που παρακάτω αιτήματος :
Το ζητούμενο από μια νέα πολιτικοοικονομική θεωρία είναι η πλήρης και σαφής διατύπωση των κανόνων που διέπουν τις δραστηριότητες της ανθρωπότητας και την αλληλεπίδρασή της με το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτή δραστηριοποιείται και εξελίσσεται.

Προηγούμενη ανάρτηση
Επόμενη ανάρτηση

Δεν υπάρχουν σχόλια: