Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

Η Αναποτελεσματικότητα των Ηγεσιών

Τελευταία ενημέρωση : 05/02/2012
Η αναγωγή της επιθυμίας για απόκτηση πλούτου σε πρωταρχική προτεραιότητα των κοινωνιών έχει σαν συνέπεια την ανάδειξη ηγεσιών που διαμορφώνουν τις πολιτικές τους με καθαρά οικονομικά κριτήρια αδιαφορώντας για τις κοινωνικές, περιβαλλοντικές και εξελικτικές επιπτώσεις που συνεπάγεται μια τέτοια επιλογή.
Είναι αλήθεια ότι ο πλανήτης δεν πεθαίνει, το νερό κι’ ο αέρας δεν τελειώνουν, και οι πρώτες ύλες για την παραγωγή των αναγκαίων για την επιβίωση και εξέλιξη της ανθρωπότητας αγαθών είναι ακόμη σε σχετική επάρκεια. Είναι επίσης αλήθεια ότι η ανθρωπότητα δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα ζητήματα που συνθέτουν το οικουμενικό πρόβλημα.
Η αδυναμία αυτή πηγάζει από την φαινομενική απροθυμία ή την άρνηση των κυβερνήσεων που συγκροτούν το παγκόσμιο σύστημα διακυβέρνησης να αλλάξουν πολιτικές και να συνεργαστούν αποτελεσματικά ώστε να εξορθολογήσουν και να συντονίσουν τις δραστηριότητες της ανθρωπότητας, σχεδιάζοντας τις εξελικτικές της διαδικασίες προς όφελος του συνόλου των ατόμων που την αποτελούν.
Η ραγδαία εξάντληση της ανοχής της κοινωνιών στην αδυναμία των ηγεσιών τους να δώσουν αποτελεσματικές λύσεις στο οικουμενικό πρόβλημα έχει ήδη αρχίσει να παίρνει συγκρουσιακά χαρακτηριστικά, καθώς οι διαφαινόμενες προοπτικές δεν συνηγορούν για μια μεσοπρόθεσμη τουλάχιστον εκτόνωσή τους. Η ανθρωπότητα έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί πόσο ανεύθυνα οι κυβερνώντες αντιπαρέρχονται τους απαραίτητους κοινωνικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς, και πόσο απροκάλυπτα πλέον αγνοούν την βούληση των κοινωνιών στις οποίες ηγούνται.
Ένα επικίνδυνο αδιέξοδο

Είναι πλέον κοινά αποδεκτό ότι οι κυβερνήσεις που εκλέγονται από τις κοινωνίες των ανθρώπων, είτε ουσιαστικά είτε κατ επίφαση, ασκούν πλέον περιορισμένη πραγματική εξουσία. Καθημερινά διαπιστώνεται η ύπαρξη ενός «αόρατου» δικτύου συμφερόντων το οποίο επηρεάζει και κατευθύνει τις κυβερνήσεις και στο οποίο ο απλός πολίτης δεν έχει καμία δυνατότητα παρέμβασης. Το δίκτυο αυτό υποστηρίζεται από ένα πλέγμα διεθνών πολιτικών και οικονομικών συμφωνιών που αποσκοπούν στην χωρίς έλεγχο ολοκλήρωση της παγκόσμιας οικονομίας.
Η διαπίστωση αυτή επισημαίνει μια εφιαλτική μετάβαση από ένα έστω τυπικά δημοκρατικό σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης σε ένα πολιτικά απροσδιόριστο, και γι αυτόν τον λόγο εξαιρετικά επικίνδυνο για τα συμφέροντα της ανθρωπότητας, οικονομικό ολοκληρωτισμό.
Το απόφθεγμα «στην δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα» δεν έχει πλέον καμία ισχύ αφού οι «δημοκρατικά» εκλεγόμενες κυβερνήσεις πολλών χωρών δεν έχουν ουσιαστικές δυνατότητες επηρεασμού των οικονομικών εξελίξεων καθώς δεσμεύονται από ένα δίκτυο διεθνών οικονομικών και πολιτικών συμφωνιών που τις μετατρέπουν σε υποχείρια της οικονομικής παγκοσμιοποίησης.
Έχει ήδη αρχίσει να διαφαίνεται σε διάφορα «επιστημονικά» άρθρα η πρόθεση αυτής της οικονομικής ολιγαρχίας να μετασχηματίσει τους μέχρι πρότινος «κυβερνητικούς εταίρους» της, δηλαδή τα κράτη, σε έναν αναγκαίο μεν αλλά παραγκωνισμένο και κακοπληρωμένο υπάλληλο. Οι ισχυρισμοί πολλών «νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων», επιστημονικών συνεργατών αυτής της αφανούς ολιγαρχίας, για την μη αναγκαιότητα ύπαρξης μιας σειράς κρατικών υποδομών, προετοιμάζουν το έδαφος για μια άμεση ανάληψη της πολιτικής εξουσίας από σχήματα που θα ελέγχονται απόλυτα από αυτή, με απώτερο σκοπό τον μετασχηματισμό των κρατών σε ένα αποκεντρωμένο δίκτυο παροχής βασικών διαχειριστικών υπηρεσιών, απογυμνωμένων από κάθε έννοια κοινωνικής πρόνοιας ή αλληλεγγύης.
Οι προθέσεις αυτές σκιαγραφούν ένα εφιαλτικό σενάριο για τον τρόπο που η οικονομική ελίτ σκέφτεται να αντιμετωπίσει το οικουμενικό πρόβλημα, επιλέγοντας ουσιαστικά την εφαρμογή της θεωρίας του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών σε ένα περιβάλλον σταδιακά αυξανόμενων ελλείψεων.
Το πεδίο της αντιπαράθεσης

Το πεδίο της σύγκρουσης ανάμεσα στις κοινωνίες και την «ολιγαρχική» οικονομική ελίτ εντοπίζεται στην άρνηση της τελευταίας να απαρνηθεί τα κέρδη και την επιρροή της ώστε να επιτευχθεί μια ισορροπία ανάμεσα στην αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, την διατήρηση ενός οικουμενικά αποδεκτού βιοτικού επιπέδου χωρίς την παραπέρα επιδείνωση της επιβάρυνσης του φυσικού περιβάλλοντος, και τον εξορθολογισμό της παγκόσμιας οικονομίας.
Με απλά λόγια η παγκόσμια οικονομική ελίτ, δηλαδή οι πρωτεργάτες της απελευθέρωσης των αγορών και του «Οικονομικού Νεοφιλελευθερισμού», απαιτεί σήμερα την άμεση περιστολή ενός χρέους που με διάφορους τρόπους υποχρέωσε τους πρώην «συνεργάτες» της, δηλαδή τις ηγεσίες των κρατών και τις κοινωνίες, να αναλάβουν για λογαριασμό της, αδιαφορώντας για τις όποιες επιπτώσεις μπορεί να έχει η έλλειψη των απαιτούμενων οικονομικών πόρων στην ορθολογική αντιμετώπιση του οικουμενικού προβλήματος.
Η αναλογικότητα αυτής της συνεισφοράς και ο τρόπος συλλογής της προσδιορίζεται από το Φορολογικό Σύστημα που εφαρμόζεται, ένα κυβερνητικό μηχανισμό που έχει σαν αποστολή την συγκέν-τρωση ενός τμήματος του πλούτου που παράγεται από τους πολίτες ή βρίσκεται στην κατοχή τους, με σκοπό την συντήρηση του κράτους και την διαμόρφωση ενός κοινωνικά αποδεκτού επίπεδου διαβίωσης για όλους τους πολίτες του, ανεξάρτητα από τις επί μέρους οικονομικές δυνατότητες του καθενός από αυτούς. Από τα παραπάνω προκύπτει εύλογα το συμπέρασμα ότι όσο δικαιότερο και αποδοτικότερο είναι το Φορολογικό σύστημα, και κατ’ επέκταση οι σχετικές λειτουργίες του Κράτους, τόσο πιο αποτελεσματική και κοινωνικά δίκαιη είναι η αναδιανομή αυτού του πλούτου.
Πρόθεση αυτής της ελίτ είναι να εξαναγκάσει τις ηγεσίες των κρατών να μετακυλήσουν το κόστος της αποπληρωμής του χρέους στις πλάτες των πολιτών, κάνοντάς τες με τον τρόπο αυτό είτε αναξιόπιστες προς αυτούς που τις εκλέγουν, είτε οικονομικά αφερέγγυες. Στόχος αυτής της στρατηγικής είναι η ανάδειξη στην εξουσία πολιτικών σχημάτων που θα εξυπηρετούν αποκλειστικά τους σχεδιασμούς της.
Η πρόθεση αυτή προκαλεί αντιδράσεις από μια μερίδα πολιτικών που συμμετέχουν τις κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν αυτόν τον εκβιασμό, αλλά και από εκείνους που σχεδιάζουν να τους διαδεχθούν. Οι αντιδράσεις αυτές είναι όμως σπασμωδικές και χωρίς αποτέλεσμα καθώς δεν διαθέτουν μια εναλλακτική πολιτική θεώρηση ικανή να αντιπαρατεθεί στις επιταγές της οικονομικής ελίτ και να ελέγξει αποτελεσματικά τις δραστηριότητές της. Συνέπεια αυτής της αδυναμίας είναι η ολίσθηση ενός μεγάλου μέρους της ανθρωπότητας προς μια σταθερά διογκούμενη ανέχεια.
Μια λύση που δεν έχει πλέον αποτέλεσμα
Η μόνη μέχρι τώρα γνωστή διαδικασία επίλυσης συγκρουσιακών πολιτικών ή οικονομικών διαφορών μεγάλης κλίμακας είναι ο πόλεμος, μια λύση που σήμερα δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Ο λόγος είναι η αδυναμία υπόδειξης ενός εξωτερικού εχθρού αφού ο εχθρός είναι εντός των τειχών. Αντίπαλοι είναι η οικονομική ολιγαρχία και οι ελεγχόμενες από αυτήν ηγεσίες της ανθρωπότητας από την μια μεριά, και οι κοινωνίες από την άλλη. Επιπλέον, όσες προσπάθειες ανακήρυξης φανταστικών εξωτερικών εχθρών επιχειρήθηκαν τα τελευταία χρόνια απέτυχαν εντείνοντας το πρόβλημα.
Τρομοκρατία, Ιράκ, Ιράν, Αφγανιστάν, Βόρεια Κορέα, Υεμένη – συγκρούσεις πραγματικές ή κατά παραγγελία που δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Συρράξεις, πραγματικές ή προσδοκώμενες, που απέτυχαν να αποτελέσουν το κίνητρο και ταυτόχρονα το φόβητρο για την εξομάλυνση των συγκρούσεων μεταξύ των κέντρων εξουσίας. Ζητείται αντίπαλος αλλά κανείς δεν φαίνεται να θέλει να είναι υποψήφιος για την θέση. Γιατί όλοι ξέρουν ότι ένας πόλεμος με μέγεθος ικανό να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του παγκόσμιου δημόσιου χρέους και της γενικότερης αναδιάταξης του οικονομικού συστήματος είναι ταυτόχρονα ικανός να αφανίσει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Όποτε δεν θα υπάρχει πια κανείς για να γευθεί τα επινίκια.
Το κόστος των πολεμικών συρράξεων των τελευταίων πενήντα χρόνων του εικοστού αιώνα μπορεί να επιτάχυνε τις οικονομίες των χωρών που συμμετείχαν άμεσα ή έμμεσα, αλλά τελικά εντατικοποίησε το πρόβλημα του χρέους αντί να το αντιμετωπίσει, επειδή οι εμπλεκόμενες κυβερνήσεις «πείστηκαν» να μην φορολογήσουν τα κέρδη που προέκυψαν από την διεξαγωγή του και δέχθηκαν την μετατροπή του συνολικού κόστους των συρράξεων σε δημόσιο χρέος που το μετακύλησαν στις πλάτες των πολιτών με την αύξηση της άμεσης και έμμεσης φορολόγησης των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων.
Το ζήτημα των κοινωνικών προτεραιοτήτων

Τα βασικά στοιχεία που καθορίζουν την συμπεριφορά ενός συστήματος διακυβέρνησης είναι η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων που υιοθετεί και το πλαίσιο των συνθηκών που διαμορφώνει για την αποδοχή και την επίτευξή τους, στοιχεία που προσδιορίζουν ταυτόχρονα και τα ανταλλάγματα που θα πρέπει να προσφέρει στις κοινωνίες για την υιοθέτηση της εφαρμογής του.
Το διοικητικό σύστημα που εφαρμόζει σήμερα η ανθρωπότητα αναγνωρίζει την ιδιωτική πρωτοβουλία σαν πρωταρχική προτεραιότητα διαμορφώνοντας με τον τρόπο αυτό κοινωνικές συμπεριφορές που αναδεικνύουν ορισμένα ταπεινά χαρακτηριστικά του ανθρώπου όπως η απληστία, η ατομικότητα και η προσωπική ανέλιξη.
Με τον τρόπο αυτό οδηγεί στην υποβάθμιση της σημασίας της κοινωνικής συνοχής και της συλλογικής ευθύνης, καθιερώνοντας το προσωπικό όφελος σαν τον κυρίαρχο παράγοντα διαμόρφωσης των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας απόλυτα ανταγωνιστικής κοινωνίας. Ουσιαστικά υιοθετεί τον νόμο της επικράτησης του ισχυρότερου - θεωρία του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών - σαν το βασικό πλαίσιο διαμόρφωσης των ατομικών συμπεριφορών και καθορισμού της αρχής στην οποία πρέπει να στηρίζεται η λειτουργία των κοινωνιών.
Η ανάδειξη της ατομικής ανέλιξης και της προσωπικής ευμάρειας σε μοναδικά ανταλλάγματα για την αποδοχή του συστήματος διακυβέρνησης από τις κοινωνίες έχει σαν συνέπεια την αναγωγή των στοιχείων αυτών σε βασικούς παράγοντες διαμόρφωσης των πολιτικών που εφαρμόζει, γεγονός που εξηγεί την ένταση των ζητημάτων που συνθέτουν το οικουμενικό πρόβλημα της ανθρωπότητας.
Ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά επιτεύγματα της μέχρι τώρα πορείας της ανθρωπότητας είναι η διατύπωση και εξέλιξη μιας φιλοσοφικής θεώρησης που έχει σαν αντικείμενο την διαμόρφωση των κοινωνικών συμπεριφορών με βάση τρείς πρωταρχικές αξίες, την λογική, την ηθική και την δικαιοσύνη. Οι τρείς αυτές αξίες αποτελούν το επίκεντρο πολλών φιλοσοφικών αναζητήσεων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, διαμορφώνοντας διαχρονικά ένα πλαίσιο που ονομάστηκε κοσμικός ουμανισμός ή απλά Ουμανισμός.
Η ανάδειξη του Ουμανισμού σε τρόπο ζωής, δηλαδή η υιοθέτηση από τις κοινωνίες των τριών βασικών αρχών του και η ενσωμάτωσή τους σε κανόνες που θα διέπουν την συμπεριφορά και τις δραστηριότητες των μελών τους, αποτέλεσε τον πυρήνα των θεωριών για την οικονομία των κρατικών δομών του δέκατου ένατου αιώνα, έχοντας σαν κυριότερους εκφραστές τον Adam Smith και τον Karl Marx.
Αν και πολλοί αμφισβητούν τα Ουμανιστικά χαρακτηριστικά της Μαρξιστικής θεωρίας, οι στοχεύσεις της για μια αναλογικότερη και τελικά κοινωνικά δίκαιη κατανομή του πλούτου, την πρόταξη του συλλογικού συμφέροντος στην διαμόρφωση των κοινωνικών συμπεριφορών, και την διαμόρφωση μιας κοινωνικής ηθικής που θα αντιμάχεται την «αλλοτρίωση» του ανθρώπου από τις παραγωγικές διαδικασίες, αποτελούν στοιχεία που μπορούν να διαμορφώσουν ένα σύστημα διακυβέρνησης πιθανά ικανό να αντιμετωπίσει το οικουμενικό πρόβλημα.
Αυτά που απουσιάζουν από την Μαρξιστική θεωρία, όπως αποδείχθηκε από την εφαρμογή της στις σοσιαλιστικές χώρες και την αξιολόγηση της σημερινής πραγματικότητας, είναι η διαμόρφωση ανταλλαγμάτων ή κινήτρων ικανών να οδηγήσουν εκούσια τις κοινωνίες στην αποδοχή και εφαρμογή των όσων προτάσσει και μια ολοκληρωμένη και αποτελεσματική μεθοδολογία διαμόρφωσης και διαχείρισης των παραγωγικών διαδικασιών που θα αποδέχεται την ανάγκη ορθολογικής αξιοποίησης του φυσικού πλούτου του πλανήτη.
Η αναγκαιότητα μιας συστημικής αναδιάρθρωσης
Αυτό που η ανθρωπότητα βιώνει μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο χαρακτηρίζεται από μια γεωμετρικά αυξανόμενη πληθυσμιακή, καταναλωτική και οικονομική μεγέθυνση η οποία όμως δεν συνοδεύεται από τις αναγκαίες προσαρμογές των κυβερνητικών συστημάτων που καλούνται να την διαχειριστούν.
Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της μεγέθυνσης είναι μια «σκοπούμενη» αναρχία, δηλαδή μια «φιλελεύθερη» αντιμετώπιση των διασταλτικών φαινομένων που σχετίζονται με την ύπαρξη και την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Αναρχία στην απελευθέρωση των παγκόσμιων αγορών και την διαχείριση της παραγωγής των αναγκαίων για την διαβίωση της ανθρωπότητας αγαθών. Αναρχία στην ανάλωση των πρώτων υλών και των ενεργειακών αποθεμάτων. Αναρχία στην αναδιάρθρωση των κοινωνικών δομών για τον έλεγχο της πληθυσμιακής έκρηξης. Αναρχία στην λειτουργία των διεθνών οργανισμών, την διαμόρφωση και την εφαρμογή των κανόνων που διέπουν τις διεθνείς σχέσεις.
Αυτή η «απλή» διαπίστωση προσδιορίζει το κατεπείγον μιας συστημικής αναδιάρθρωσης και παρέχει μια ακόμη απόδειξη για την αναγκαιότητα του «επόμενου βήματος». Ο διαθέσιμος στην ανθρωπότητα χρόνος αντίδρασης μειώνεται με γρήγορους ρυθμούς, και η αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη αρχίζει. Το ερώτημα είναι αν θα προλάβουμε …

Σχετικά θέματα
Η διαπίστωση ότι η ανθρωπότητα βιώνει το τέλος της εφηβείας της και η ανάγκη διατύπωσης μιας απάντησης στο ερώτημα του «επόμενου βήματος» πηγάζουν από την καταγραφή και αξιολόγηση της πραγματικότητας που αντιμετωπίζουν οι λαοί της Γης στην απαρχή του εικοστού πρώτου αιώνα.
Το κυρίαρχο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα στην απαρχή του εικοστού πρώτου αιώνα είναι η διαχείριση των συνεπειών που προκαλεί η αύξηση του πληθυσμού της με τέτοιο τρόπο ώστε να παρέχεται ένα κοινωνικά αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης σε όλους τους ανθρώπους του πλανήτη και να διασφαλίζεται μακροπρόθεσμα η επιβίωση και η εξέλιξη του ανθρώπινου είδους.
Ο έλεγχος και η κατοχή ενός μεγάλου τμήματος του πλούτου που συνολικά παράγεται στον πλανήτη από ένα συγκριτικά μικρό αριθμό ανθρώπων δημιουργεί μεγάλης έκτασης κοινωνικές ανισορροπίες και ενισχύει την πιθανότητα εμφάνισης γενικευμένων και μεγάλης διάρκειας κοινωνικων συγκρούσεων.
Η επιβάρυνση του φυσικού περιβάλλοντος από ανθρώπινες δραστηριότητες που προκαλούν μη αναστρέψιμες μεταβολές έχει επιταχυνθεί δραματικά τα τελευταία εκατό χρόνια σαν συνέπεια μιας αλόγιστης ανάπτυξης και της επακόλουθης καταναλωτικής επέκτασης.
Η ανάδειξη της οικονομίας στον σημαντικότερο παράγοντα διαμόρφωσης των πολιτικών που εφαρμόζουν οι ηγεσίες του πλανήτη κάνει αναγκαία μια σύντομη αναφορά στις συνθήκες που διαμορφώνουν την σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα.
Η μετατροπή της οικονομίας σε στρατηγικό όπλο με σκοπό την επιβολή της πρόθεσης των ισχυρών του πλανήτη για παγκόσμια επικυριαρχία αποτελεί μια επικίνδυνη εξέλιξη στην πορεία της ανθρωπότητας, περισσότερο επικίνδυνη και απάνθρωπη από την χρήση της πυρηνικής ενέργειας για στρατιωτικούς σκοπούς που διαμόρφωσε τις στρατηγικές αντιπαραθέσεις στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα.
Η εξυπηρέτηση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, έχει αναδειχθεί στο σημαντικότερο πρόβλημα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ηγεσίες και οι κοινωνίες πολλών χωρών του πλανήτη. Ένα χρέος που μαστίζει, και θα συνεχίσει να μαστίζει για πολλά χρόνια ακόμη, την ανθρωπότητα επηρεάζοντας αρνητικά την εξέλιξή της.