Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

Ο Πυρήνας του Προβλήματος

Τελευταία ενημέρωση : 05/02/2012
Το κυρίαρχο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα στην απαρχή του εικοστού πρώτου αιώνα είναι η διαχείριση των συνεπειών που προκαλεί η αύξηση του πληθυσμού της με τέτοιο τρόπο ώστε να παρέχεται ένα κοινωνικά αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης σε όλους τους ανθρώπους του πλανήτη και να διασφαλίζεται μακροπρόθεσμα η επιβίωση και η εξέλιξη του ανθρώπινου είδους.
Πριν από περίπου εβδομήντα χιλιάδες χρόνια το ανθρώπινο είδος αντιμετώπισε για πρώτη φορά την σοβαρή πιθανότητα να εξαφανιστεί ολοκληρωτικά από τον πλανήτη, καθώς η έκρηξη του υπερηφαιστίου Toba στην Ινδονησία μείωσε τον παγκόσμιο πληθυσμό των ανθρώπων σε λιγότερα από είκοσι χιλιάδες άτομα. Μόλις πριν από επτά αιώνες, μια σύντομη περίοδος παγετώνων και μια επιδημία πανούκλας μείωσε πάλι τον πληθυσμό αυτό τουλάχιστον κατά εκατό εκατομμύρια και ανέσυρε ξανά αυτήν την πιθανότητα από τα βάθη της προϊστορίας.
Στην αρχή του εικοστού πρώτου αιώνα η ανθρωπότητα βρίσκεται πάλι αντιμέτωπη με ένα πληθυσμιακό πρόβλημα. Μόνο που αυτήν την φορά οι συνθήκες έχουν αντιστραφεί, ο κίνδυνός προέρχεται από την υπερβολική αύξηση του πληθυσμού της, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που δημιουργείται το ερώτημα αν τα διαθέσιμα αποθέματα του πλανήτη και η παραγωγή αγαθών θα επαρκούν, μετά από κάποια χρόνια, για την επιβίωσή του.
Το 1960 η ανθρωπότητα αριθμούσε τρία δισεκατομμύρια άτομα, πενήντα μόλις χρόνια αργότερα ο πληθυσμός του πλανήτη άγγιξε τα επτά δισεκατομμύρια, ενώ οι προβλέψεις για τα επόμενα πενήντα χρόνια δίνουν μεγέθη ανάμεσα στα οκτώ και έντεκα δισεκατομμύρια, παρ’ όλες τις προσπάθειες που γίνονται για τον περιορισμό της πληθυσμιακής επέκτασης. Τα στοιχεία αυτά διαμορφώνουν μια πρώτη εικόνα για το μέγεθος του προβλήματος που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα διάφορα κέντρα εξουσίας στις επόμενες δεκαετίες.
Σε αντίθεση με πολλές απαισιόδοξες θεωρίες της δεκαετίας του 1970, η ανθρωπότητα είναι ακόμη σε θέση να διατηρεί την παγκόσμια παραγωγή τροφίμων σε σχετικά ικανοποιητικά επίπεδα, αφού βέβαια αποδέχθηκε σαν αντιστάθμισμα τους πιθανούς κινδύνους από την ανάπτυξη γενετικά τροποποιημένων γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, μια πολιτική που ολοένα επεκτείνεται. Παρ’ όλα αυτά, έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους σε διάφορες περιοχές της Αφρικής και της Ασίας φαινόμενα συστηματικής έλλειψης βασικών ειδών διατροφής ενώ οι παγκόσμιες τιμές των αγαθών αυτών ακολουθούν μια σταθερά ανοδική πορεία εξ αιτίας της αυξημένης ζήτησης και των φαινομένων απληστίας που χαρακτηρίζουν την παγκόσμια οικονομία.
Το οριακά ισοσκελισμένο ισοζύγιο τροφίμων απειλείται διαρκώς από την πιθανότητα επανεμφάνισης έστω και σύντομων περιόδων χαμηλών αποδόσεων τόσο στην γεωργική όσο και στην κτηνοτροφική παραγωγή. Η διαθεσιμότητα των διατροφικών αγαθών επηρεάζεται επίσης από μεταβολές στην επάρκεια των απαιτούμενων φυσικών πόρων, καθώς και στο κόστος των πρώτων υλών που απαιτούνται για την παραγωγή τους. Η εντατική εκμετάλλευση των εκτάσεων που χρησιμοποιούνται για καλλιέργεια και κτηνοτροφία σε συνδυασμό με την αύξηση των αναγκών σε νερό και την εκτεταμένη χρήση φυτοφαρμάκων και βελτιωτικών μειώνει σταδιακά την ποιότητα των εδαφών και ενισχύει τις πιθανότητες ερημοποίησής τους.
Η τελευταία αυτή διαπίστωση οδηγεί στο επόμενο ζήτημα που συνθέτει το οικουμενικό πρόβλημα της ανθρωπότητας, την επάρκεια των φυσικών πόρων που διαθέτει ο πλανήτης και την προοδευτική καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος από την αλόγιστη εκμετάλλευση τους. Η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού τους τελευταίους δύο αιώνες, σε συνδυασμό με την επιθυμία για βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και την εξέλιξη των τεχνολογιών, έχει σαν συνέπεια την μεγέθυνση της ζήτησης για κάθε μορφής καταναλωτικά ή διαρκή αγαθά. Η ζήτηση αυτή έχει σαν συνέπεια την επέκταση των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την παραγωγή και διακίνηση αυτών των αγαθών χωρίς να υπάρχει παράλληλα κάποια πρόνοια για την αντιμετώπιση της επιβάρυνσης που προκαλείται στο φυσικό περιβάλλον.
Τα αποθέματα των φυσικών πόρων που διαθέτει ο πλανήτης είναι συγκεκριμένα. Η άναρχη, σπάταλη και επιβαρυντική, για την φύση, εκμετάλλευση των αποθεμάτων σε νερό, υγρά και στερεά καύσιμα, ορυκτά και μέταλλα έχει σαν συνέπεια την αύξηση του κόστους και της ενέργειας που απαιτείται για την αξιοποίησή τους και οδηγεί μαθηματικά στην εμφάνιση ελλείψεων στο σχετικά άμεσο μέλλον. Ελλείψεων, που η αναπλήρωση τους με περιβαλλοντικά και ενεργειακά αποδεκτούς όρους δεν έχει καν αρχίσει να σχεδιάζεται παρόλο που ο διαθέσιμος χρόνος διαρκώς συρρικνώνεται, καθώς η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει ήδη σημαντικές επιπτώσεις από τις κλιματικές και εδαφολογικές αλλαγές που προκαλούνται από τις σχετικές δραστηριότητες.
Η αδυναμία ορθολογικής εκμετάλλευσης των φυσικών αποθεμάτων φέρνει στο προσκήνιο μια ακόμα παράμετρο του οικουμενικού προβλήματος που έχει σχέση με την ανάδειξη της επιθυμίας για απόκτηση πλούτου σε πρωταρχική προτεραιότητα των κοινωνιών, ιδιαίτερα εκείνων που απαρτίζουν τις ανεπτυγμένες χώρες. Μια επιθυμία που αναγορεύει την μεγιστοποίηση του κέρδους στον καθοριστικότερο παράγοντα διαμόρφωσης των συμπεριφορών πολλών μελών των κοινωνιών αυτών, των δραστηριοτήτων που ασκούν και των ηγεσιών που επιλέγουν. Η αποδοχή αυτής της προτεραιότητας δημιουργεί κοινωνικές ανισορροπίες που επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο τα επισιτιστικά και περιβαλλοντικά προβλήματα της ανθρωπότητας, για δύο κύρια λόγους.
Ο πρώτος έχει να κάνει με την διαρκώς εντεινόμενη ανισότητα στην κατανομή της παγκόσμιας κατανάλωσης ανάμεσα στις ανεπτυγμένες και τις υπανάπτυκτες ή αναπτυσσόμενες χώρες, παρόλο που οι δύο τελευταίες διαθέτουν τα μεγαλύτερα αποθέματα μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων του πλανήτη. Ο δεύτερος αφορά την επιβάρυνση του φυσικού περιβάλλοντος γιατί η ανθρωπότητα θυσιάζει την ανάγκη προστασίας της ισορροπίας του στον βωμό της μεγιστοποίησης του πλούτου που παράγεται από την εκμετάλλευσή αυτών των πόρων, καθώς αρνείται να αναλάβει το κόστος περιορισμού των επιπτώσεων που δημιουργούν οι σχετικές δραστηριότητες και να αποδεχθεί την μείωση των κερδών που θα προκύψει από μια τέτοια επιλογή.
Η ανάδειξη της επιδίωξης για συσσώρευση πλούτου σε πρωταρχική κοινωνική συμπεριφορά, σε συνδυασμό με την αναγόρευση των οικονομικών επιδόσεων των κρατών σε κυρίαρχο κριτήριο διαμόρφωσης των πολιτικών των ηγεσιών τους, αποτελούν τους σημαντικότερους ανασταλτικούς παράγοντες στην προσπάθεια αντιμετώπισης του οικουμενικού προβλήματος.
Η άναρχη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας έχει σαν αποτέλεσμα την ολοένα συχνότερη εμφάνιση εναλλαγών μεταξύ περιόδων ανάπτυξης και ύφεσης. Οι εναλλαγές αυτές χαρακτηρίζονται από προοδευτικά μεγαλύτερες περιόδους ύφεσης και μικρότερες περιόδους ανάπτυξης. Οι υφέσεις επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο το επισιτιστικό πρόβλημα και την καταστροφή του περιβάλλοντος καθώς μειώνουν τις δαπάνες για την προστασία της φύσης ώστε να διασφαλίζεται η κερδοφορία σε συνθήκες μειωμένης ζήτησης.
Η εκτίμηση των τεσσάρων βασικών συνισταμένων που συνθέτουν το οικουμενικό πρόβλημα, της πληθυσμιακής έκρηξης, της ανεπάρκειας της διατροφικής αλυσίδας, της υποβάθμισης της ποιότητας του φυσικού περιβάλλοντος και της αλόγιστης οικονομικής επέκτασης, καθώς και η προβολή των παραμέτρων που διαμορφώνουν την εξέλιξή τους στο μέλλον, αιτιολογούν απόλυτα την αβεβαιότητα που διακατέχει την ανθρωπότητα για την μακροπρόθεσμη επιβίωση και εξέλιξή της.
Η αναγωγή της συσσώρευσης πλούτου σε γενικευμένη πρωταρχική κοινωνική επιδίωξη έχει σαν συνέπεια την ανάδειξη ηγεσιών που επικεντρώνουν τις πολιτικές τους στην συντηρητική διαχείριση της οικονομίας αδιαφορώντας για τις κοινωνικές ανισορροπίες που προκαλούνται και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που θα έχει η εφαρμογή των πολιτικών αυτών στο συλλογικό μέλλον της ανθρωπότητας.
Η ανάλυση των συνισταμένων που συνθέτουν το οικουμενικό πρόβλημα αναδεικνύει μια σειρά από ζητήματα που θεμελιώνουν απόλυτα την αλήθεια της διαπίστωσης αυτής. Η παράθεση ορισμένων μόνο από αυτά αρκεί για την διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης άποψης για το περιεχόμενο της απάντησης που θα πρέπει να δοθεί στο ερώτημα του «επόμενου βήματος» και την αναγκαιότητα αναθεώρησης των πολιτικών που εφαρμόζουν τα διάφορα κέντρα εξουσίας του πλανήτη.

Σχετικά θέματα
Η διαπίστωση ότι η ανθρωπότητα βιώνει το τέλος της εφηβείας της και η ανάγκη διατύπωσης μιας απάντησης στο ερώτημα του «επόμενου βήματος» πηγάζουν από την καταγραφή και αξιολόγηση της πραγματικότητας που αντιμετωπίζουν οι λαοί της Γης στην απαρχή του εικοστού πρώτου αιώνα.
Ο έλεγχος και η κατοχή ενός μεγάλου τμήματος του πλούτου που συνολικά παράγεται στον πλανήτη από ένα συγκριτικά μικρό αριθμό ανθρώπων δημιουργεί μεγάλης έκτασης κοινωνικές ανισορροπίες και ενισχύει την πιθανότητα εμφάνισης γενικευμένων και μεγάλης διάρκειας κοινωνικων συγκρούσεων.
Η επιβάρυνση του φυσικού περιβάλλοντος από ανθρώπινες δραστηριότητες που προκαλούν μη αναστρέψιμες μεταβολές έχει επιταχυνθεί δραματικά τα τελευταία εκατό χρόνια σαν συνέπεια μιας αλόγιστης ανάπτυξης και της επακόλουθης καταναλωτικής επέκτασης.
Η ανάδειξη της οικονομίας στον σημαντικότερο παράγοντα διαμόρφωσης των πολιτικών που εφαρμόζουν οι ηγεσίες του πλανήτη κάνει αναγκαία μια σύντομη αναφορά στις συνθήκες που διαμορφώνουν την σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα.
Η μετατροπή της οικονομίας σε στρατηγικό όπλο με σκοπό την επιβολή της πρόθεσης των ισχυρών του πλανήτη για παγκόσμια επικυριαρχία αποτελεί μια επικίνδυνη εξέλιξη στην πορεία της ανθρωπότητας, περισσότερο επικίνδυνη και απάνθρωπη από την χρήση της πυρηνικής ενέργειας για στρατιωτικούς σκοπούς που διαμόρφωσε τις στρατηγικές αντιπαραθέσεις στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα.
Η εξυπηρέτηση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, έχει αναδειχθεί στο σημαντικότερο πρόβλημα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ηγεσίες και οι κοινωνίες πολλών χωρών του πλανήτη. Ένα χρέος που μαστίζει, και θα συνεχίσει να μαστίζει για πολλά χρόνια ακόμη, την ανθρωπότητα επηρεάζοντας αρνητικά την εξέλιξή της.
Η αναγωγή της επιθυμίας για απόκτηση πλούτου σε πρωταρχική προτεραιότητα των κοινωνιών έχει σαν συνέπεια την ανάδειξη ηγεσιών που διαμορφώνουν τις πολιτικές τους με καθαρά οικονομικά κριτήρια αδιαφορώντας για τις κοινωνικές, περιβαλλοντικές και εξελικτικές επιπτώσεις που συνεπάγεται μια τέτοια επιλογή.